Definify.com
Definition 2024
μπάλσαμο
μπάλσαμο
Greek
Noun
μπάλσαμο • (bálsamo) n (plural μπάλσαμα)
- Alternative form of βάλσαμο (válsamo)
Declension
declension of μπάλσαμο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπάλσαμο | μπάλσαμα |
genitive | μπάλσαμου / μπαλσάμου | μπάλσαμων / μπαλσάμων |
accusative | μπάλσαμο | μπάλσαμα |
vocative | μπάλσαμο | μπάλσαμα |
Synonyms
- υπερικό n (yperikó)