Definify.com
Definition 2024
μπεντόνι
μπεντόνι
Greek
Noun
μπεντόνι • (bentóni) n (plural μπεντόνια)
- Alternative form of μπιτόνι (bitóni)
Declension
declension of μπεντόνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπεντόνι | μπεντόνια |
genitive | μπεντονιού | μπεντονιών |
accusative | μπεντόνι | μπεντόνια |
vocative | μπεντόνι | μπεντόνια |