Definify.com
Definition 2024
μπετόνι
μπετόνι
Greek
Noun
μπετόνι • (betóni) n (plural μπετόνια)
- Alternative form of μπιτόνι (bitóni)
Declension
declension of μπετόνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπετόνι | μπετόνια |
genitive | μπετονιού | μπετονιών |
accusative | μπετόνι | μπετόνια |
vocative | μπετόνι | μπετόνια |