Definify.com
Definition 2024
μπιλιάρδο
μπιλιάρδο
Greek
Noun
μπιλιάρδο • (biliárdo) n (plural μπιλιάρδα)
Declension
declension of μπιλιάρδο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπιλιάρδο | μπιλιάρδα |
genitive | μπιλιάρδου | μπιλιάρδων |
accusative | μπιλιάρδο | μπιλιάρδα |
vocative | μπιλιάρδο | μπιλιάρδα |
Related terms
- αμερικάνικο μπιλιάρδο n (amerikániko biliárdo, “snooker”)