Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μποράντζα
μποράντζα
Greek
Noun
μποράντζα
•
(
borántza
)
n
(
uncountable
)
Alternative form of
μποράγο
(
borágo
)
Declension
Declension of
μποράντζα
(
borántza
)
singular
nominative
μποράντζα
genitive
μποράντζας
accusative
μποράντζα
vocative
μποράντζα
Similar Results