Definify.com
Definition 2024
μπρούτζος
μπρούτζος
Greek
Noun
μπρούτζος • (broútzos) m (plural μπρούτζοι)
Declension
declension of μπρούτζος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπρούτζος | μπρούτζοι |
genitive | μπρούτζου | μπρούτζων |
accusative | μπρούτζο | μπρούτζους |
vocative | μπρούτζε | μπρούτζοι |
Derived terms
- εποχή του χαλκού f (epochí tou chalkoú) (Bronze Age)
See also
- ορείχαλκος m (oreíchalkos) (bronze)