Definify.com
Definition 2024
ορείχαλκος
ορείχαλκος
Greek
Noun
ορείχαλκος • (oreíchalkos) m (plural ορείχαλκοι)
Declension
declension of ορείχαλκος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ορείχαλκος | ορείχαλκοι |
genitive | ορειχάλκου | ορειχάλκων |
accusative | ορείχαλκο | ορειχάλκους |
vocative | ορείχαλκε | ορείχαλκοι |
- The genitive singular form ορείχαλκου is also found.
Derived terms
- εποχή του ορείχαλκου f (epochí tou oreíchalkou, “Bronze Age”)