Definify.com
Definition 2024
μπόντιμπίλντερ
μπόντιμπίλντερ
See also: μπόντι μπίλντερ
Greek
Noun
μπόντιμπίλντερ • (bóntimpílnter) n (invariable)
- Alternative form of μπόντι μπίλντερ (bónti bílnter)
μπόντιμπίλντερ • (bóntimpílnter) n (invariable)