Definify.com
Definition 2024
μπόντι_μπίλντερ
μπόντι μπίλντερ
See also: μπόντιμπίλντερ
Greek
Alternative forms
- μπόντιμπίλντερ n (bóntimpílnter)
Noun
μπόντι μπίλντερ • (bónti bílnter) n (invariable) (the plural form μπόντι μπίλντερς may be considered ungrammatical)
Related terms
- μπόντι μπίλντινγκ n (bónti bílntinnk, “bodybuilding”)
Coordinate terms
- σωματοδόμηση f (somatodómisi, “bodybuilding”)
External links
- σωματοδόμηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el