Definify.com
Definition 2024
μυρωδιά
μυρωδιά
Greek
Noun
μυρωδιά • (myrodiá) f (plural μυρωδιές)
Declension
declension of μυρωδιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μυρωδιά | μυρωδιές |
genitive | μυρωδιάς | μυρωδιών |
accusative | μυρωδιά | μυρωδιές |
vocative | μυρωδιά | μυρωδιές |
Synonyms
- οσμή f (osmí)
Related terms
- μοσχομυρωδάτος (moschomyrodátos, “sweet smelling”)
- μυρωδάτος (myrodátos, “fragrent, aromatic”)
- μυρωδικό n (myrodikó, “herb”)