Definify.com
Definition 2024
μυρωδικό
μυρωδικό
Greek
Noun
μυρωδικό • (myrodikó) n (plural μυρωδικά)
- (cooking) herb
Declension
declension of μυρωδικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μυρωδικό | μυρωδικά |
genitive | μυρωδικού | μυρωδικών |
accusative | μυρωδικό | μυρωδικά |
vocative | μυρωδικό | μυρωδικά |
Synonyms
- βότανο n (vótano)
Related terms
- see: μυρωδιά f (myrodiá, “smell, odour”)
See also
- μπαχαρικό n (bacharikó, “spice”)
External links
- Βότανο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el