Definify.com
Definition 2024
μυρωδικά
μυρωδικά
Greek
Noun
μυρωδικά • (myrodiká) n
- Nominative plural form of μυρωδικό (myrodikó).
- Accusative plural form of μυρωδικό (myrodikó).
- Vocative plural form of μυρωδικό (myrodikó).
μυρωδικά • (myrodiká) n