Definify.com
Definition 2024
νεκρική_ακαμψία
νεκρική ακαμψία
Greek
Noun
νεκρική ακαμψία • (nekrikí akampsía) f (uncountable)
Declension
External links
- Θάνατος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
νεκρική ακαμψία • (nekrikí akampsía) f (uncountable)