Definify.com
Definition 2024
νεκρικός
νεκρικός
Greek
Adjective
νεκρικός • (nekrikós) m (feminine νεκρική, neuter νεκρικό)
Declension
positive forms of νεκρικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νεκρικός | νεκρική | νεκρικό | νεκρικοί | νεκρικές | νεκρικά |
genitive | νεκρικού | νεκρικής | νεκρικού | νεκρικών | νεκρικών | νεκρικών |
accusative | νεκρικό | νεκρική | νεκρικό | νεκρικούς | νεκρικές | νεκρικά |
vocative | νεκρικέ | νεκρική | νεκρικό | νεκρικοί | νεκρικές | νεκρικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο νεκρικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο νεκρικός, etc.) |
Related terms
- νεκρική ακαμψία f (nekrikí akampsía, “rigor mortis”)
- and see: νεκρός m (nekrós, “death”)