Definify.com
Definition 2024
νεολιθικός
νεολιθικός
Greek
Adjective
νεολιθικός • (neolithikós) m (feminine νεολιθική, neuter νεολιθικό)
Declension
positive forms of νεολιθικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νεολιθικός | νεολιθική | νεολιθικό | νεολιθικοί | νεολιθικές | νεολιθικά |
genitive | νεολιθικού | νεολιθικής | νεολιθικού | νεολιθικών | νεολιθικών | νεολιθικών |
accusative | νεολιθικό | νεολιθική | νεολιθικό | νεολιθικούς | νεολιθικές | νεολιθικά |
vocative | νεολιθικέ | νεολιθική | νεολιθικό | νεολιθικοί | νεολιθικές | νεολιθικά |