Definify.com
Definition 2024
νεοπεντάνιο
νεοπεντάνιο
Greek
Noun
νεοπεντάνιο • (neopentánio) n (uncountable)
- (organic chemistry) neopentane, dimethylpropane
Declension
Declension of νεοπεντάνιο (neopentánio)
singular | |
---|---|
nominative | νεοπεντάνιο |
genitive | νεοπεντανίου |
accusative | νεοπεντάνιο |
vocative | νεοπεντάνιο |
Synonyms
- διμεθυλοπροπάνιο n (dimethylopropánio)
- τετραμεθυλομεθάνιο n (tetramethylomethánio)
External links
- Διμεθυλοπροπάνιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el