Definify.com

Definition 2024


νεοπεντάνιο

νεοπεντάνιο

Greek

Noun

νεοπεντάνιο (neopentánio) n (uncountable)

  1. (organic chemistry) neopentane, dimethylpropane

Declension

Synonyms

  • διμεθυλοπροπάνιο n (dimethylopropánio)
  • τετραμεθυλομεθάνιο n (tetramethylomethánio)

External links