Definify.com
Definition 2025
νικηφόρος
νικηφόρος
Greek
Adjective
νικηφόρος • (nikifóros) m (feminine νικηφόρος or νικηφόρα, neuter νικηφόρο)
Declension
positive forms of νικηφόρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νικηφόρος | νικηφόρος / νικηφόρα | νικηφόρο | νικηφόροι | νικηφόροι / νικηφόρες | νικηφόρα |
genitive | νικηφόρου | νικηφόρου / νικηφόρας | νικηφόρου | νικηφόρων | νικηφόρων | νικηφόρων |
accusative | νικηφόρο | νικηφόρο / νικηφόρα | νικηφόρο | νικηφόρους | νικηφόρους / νικηφόρες | νικηφόρα |
vocative | νικηφόρε | νικηφόρε / νικηφόρα | νικηφόρο | νικηφόροι | νικηφόροι / νικηφόρες | νικηφόρα |
Related terms
- see: νίκη f (níki, “victory”)