Definify.com
Definition 2024
νοημοσύνη
νοημοσύνη
Greek
Noun
νοημοσύνη • (noimosýni) f (plural νοημοσύνες)
Declension
Declension of νοημοσύνη (noimosýni)
Related terms
- νόημα n (nóima, “sense, meaning”)
- δείκτης νοημοσύνης m (deíktis noimosýnis, “IQ, intelligence quotient”)
- τεχνητή νοημοσύνη f (technití noimosýni, “artificial intelligence”)