Definify.com
Definition 2024
νομισματικός
νομισματικός
Greek
Adjective
νομισματικός • (nomismatikós) m (feminine νομισματική, neuter νομισματικό)
Declension
positive forms of νομισματικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νομισματικός | νομισματική | νομισματικό | νομισματικοί | νομισματικές | νομισματικά |
genitive | νομισματικού | νομισματικής | νομισματικού | νομισματικών | νομισματικών | νομισματικών |
accusative | νομισματικό | νομισματική | νομισματικό | νομισματικούς | νομισματικές | νομισματικά |
vocative | νομισματικέ | νομισματική | νομισματικό | νομισματικοί | νομισματικές | νομισματικά |
Derived terms
- Διεθνές Νομισματικό Ταμείο n (Diethnés Nomismatikó Tameío, “International Monetary Fund”)
Related terms
- νόμισμα n (nómisma, “coin, currency”)