Definify.com
Definition 2024
νούφαρο
νούφαρο
Greek
Noun
νούφαρο • (noúfaro) n (plural νούφαρα)
Declension
declension of νούφαρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νούφαρο | νούφαρα |
genitive | νούφαρου | νούφαρων |
accusative | νούφαρο | νούφαρα |
vocative | νούφαρο | νούφαρα |
External links
- νούφαρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el