Definify.com
Definition 2024
νυμφευμένος
νυμφευμένος
Greek
Adjective
νυμφευμένος • (nymfevménos) m (feminine νυμφευμένη, neuter νυμφευμένο)
Declension
positive forms of νυμφευμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νυμφευμένος | νυμφευμένη | νυμφευμένο | νυμφευμένοι | νυμφευμένες | νυμφευμένα |
genitive | νυμφευμένου | νυμφευμένης | νυμφευμένου | νυμφευμένων | νυμφευμένων | νυμφευμένων |
accusative | νυμφευμένο | νυμφευμένη | νυμφευμένο | νυμφευμένους | νυμφευμένες | νυμφευμένα |
vocative | νυμφευμένε | νυμφευμένη | νυμφευμένο | νυμφευμένοι | νυμφευμένες | νυμφευμένα |
Antonyms
- ανύμφευτος (anýmfeftos)
Synonyms
- παντρεμένος (pantreménos)