Definify.com

Definition 2024


νυμφευμένος

νυμφευμένος

Greek

Adjective

νυμφευμένος (nymfevménos) m (feminine νυμφευμένη, neuter νυμφευμένο)

  1. married, wed

Declension

Antonyms

  • ανύμφευτος (anýmfeftos)

Synonyms