Definify.com
Definition 2024
ξεσκάτισμα
ξεσκάτισμα
Greek
Alternative forms
- ξεσκάτωμα (xeskátoma)
Noun
ξεσκάτισμα • (xeskátisma) n (plural ξεσκατίσματα)
- (transitive, colloquial, vulgar) wiping, cleaning (of the faeces from the bottom of a baby, an ill person or an infirm person)
- Το ξεσκάτισμα και το πλύσιμο για τους καρκινοπαθείς γίνεται κάθε μέρα στις έξι το απόγευμα. ― To xeskátisma kai to plýsimo gia tous karkinopatheís gínetai káthe méra stis éxi to apógevma. ― The cleaning of bottoms and bathing of the cancer patients happens every day at six in the evening.
- (transitive, colloquial, by extension) cleaning, cleaning up (a dirty area or place)
- Το ξεσκάτισμα του μπάνιου δεν ήταν εύκολο. ― To xeskátisma tou bániou den ítan éfkolo. ― The cleaning up of the bathroom wasn't easy at all.
Declension
declension of ξεσκάτισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξεσκάτισμα | ξεσκατίσματα |
genitive | ξεσκατίσματος | ξεσκατισμάτων |
accusative | ξεσκάτισμα | ξεσκατίσματα |
vocative | ξεσκάτισμα | ξεσκατίσματα |