Definify.com
Definition 2024
ξεσκατώνω
ξεσκατώνω
Greek
Alternative forms
- ξεσκατίζω (xeskatízo)
Verb
ξεσκατώνω • (xeskatóno) (simple past ξεσκάτωσα, passive form ξεσκατώνομαι)
- (transitive, colloquial, vulgar) wipe, clean (the faeces from the bottom of a baby, an ill person or an infirm person)
- Ως νοσοκόμα, κάθε μέρα πρέπει να ξεσκατώνω τους αρρώστους. ― Os nosokóma, káthe méra prépei na xeskatóno tous arróstous. ― As a nurse, every day I have to wipe the bottoms of the sick.
- (transitive, colloquial, by extension) clean up, fix (someone else's problem or metaphorical mess)
- Τα έκανες όλα σκατά και αφίσες εμένα να ξεσκατώσω μετά. ― Ta ékanes óla skatá kai afíses eména na xeskatóso metá. ― You messed everything up and left me to clean up after you.
Conjugation
ξεσκατώνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ξεσκατώνω | ξεσκάτωνα | θα ξεσκατώνω | να ξεσκατώνω | |
2s | ξεσκατώνεις | ξεσκάτωνες | θα ξεσκατώνεις | να ξεσκατώνεις | ξεσκάτωνε |
3s | ξεσκατώνει | ξεσκάτωνε | θα ξεσκατώνει | να ξεσκατώνει | |
1p | ξεσκατώνουμε, ξεσκατώνομε | ξεσκατώναμε | θα ξεσκατώνουμε, ξεσκατώνομε | να ξεσκατώνουμε, ξεσκατώνομε | |
2p | ξεσκατώνετε | ξεσκατώνατε | θα ξεσκατώνετε | να ξεσκατώνετε | ξεσκατώνετε |
3p | ξεσκατώνουν, ξεσκατώνουνε | ξεσκάτωναν, ξεσκατώναν, ξεσκατώνανε | θα ξεσκατώνουν, ξεσκατώνουνε | να ξεσκατώνουν, ξεσκατώνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ξεσκατώσω | ξεσκάτωσα | θα ξεσκατώσω | να ξεσκατώσω | |
2s | ξεσκατώσεις | ξεσκάτωσες | θα ξεσκατώσεις | να ξεσκατώσεις | ξεσκάτωσε |
3s | ξεσκατώσει | ξεσκάτωσε | θα ξεσκατώσει | να ξεσκατώσει | |
1p | ξεσκατώσουμε, ξεσκατώσομε | ξεσκατώσαμε | θα ξεσκατώσουμε, ξεσκατώσομε | να ξεσκατώσουμε, ξεσκατώσομε | |
2p | ξεσκατώσετε | ξεσκατώσατε | θα ξεσκατώσετε | να ξεσκατώσετε | ξεσκατώστε, ξεσκατώστε |
3p | ξεσκατώσουν, ξεσκατώσουνε | ξεσκάτωσαν, ξεσκατώσαν, ξεσκατώσανε | θα ξεσκατώσουν, ξεσκατώσουνε | να ξεσκατώσουν, ξεσκατώσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ξεσκατώσει | είχα ξεσκατώσει | θα έχω ξεσκατώσει | να έχω ξεσκατώσει | |
2s | έχεις ξεσκατώσει | είχες ξεσκατώσει | θα έχεις ξεσκατώσει | να έχεις ξεσκατώσει | έχε ξεσκατωμένο |
3s | έχει ξεσκατώσει | είχε ξεσκατώσει | θα έχει ξεσκατώσει | να έχει ξεσκατώσει | |
1p | έχουμε ξεσκατώσει | είχαμε ξεσκατώσει | θα έχουμε ξεσκατώσει | να έχουμε ξεσκατώσει | |
2p | έχετε ξεσκατώσει | είχατε ξεσκατώσει | θα έχετε ξεσκατώσει | να έχετε ξεσκατώσει | έχετε ξεσκατωμένο |
3p | έχουν ξεσκατώσει | είχαν ξεσκατώσει | θα έχουν ξεσκατώσει | να έχουν ξεσκατώσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξεσκατωμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξεσκατωμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξεσκατωμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξεσκατωμένο | ||||
Participle: | ξεσκατώνοντας | Non-finite ‡ | ξεσκατώσει | 3, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Derived terms
- ξεσκάτωμα n (xeskátoma, “cleaning, wiping of a bottom”)