Definify.com
Definition 2024
ξεσκατίζω
ξεσκατίζω
Greek
Alternative forms
- ξεσκατώνω (xeskatóno)
Verb
ξεσκατίζω • (xeskatízo) (simple past ξεσκάτισα, passive form ξεσκατίζομαι)
- (transitive, colloquial, vulgar) wipe, clean (the faeces from the bottom of a baby, an ill person or an infirm person)
- Τι δουλειά κι αυτή, να ξεσκατίζει τους γέρους. ― Ti douleiá ki aftí, na xeskatízei tous gérous. ― What a job that is, cleaning old people's bottoms.
- (transitive, colloquial, by extension) clean, clean up (a dirty area or place)
- Κοίτα μια βρωμιά που μ' άφησαν να ξεσκατίσω! ― Koíta mia vromiá pou m' áfisan na xeskatíso! ― Look at the dirt they left for me me to clean up!
Conjugation
ξεσκατίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ξεσκατίζω | ξεσκάτιζα | θα ξεσκατίζω | να ξεσκατίζω | |
2s | ξεσκατίζεις | ξεσκάτιζες | θα ξεσκατίζεις | να ξεσκατίζεις | ξεσκάτιζε |
3s | ξεσκατίζει | ξεσκάτιζε | θα ξεσκατίζει | να ξεσκατίζει | |
1p | ξεσκατίζουμε, ξεσκατίζομε | ξεσκατίζαμε | θα ξεσκατίζουμε, ξεσκατίζομε | να ξεσκατίζουμε, ξεσκατίζομε | |
2p | ξεσκατίζετε | ξεσκατίζατε | θα ξεσκατίζετε | να ξεσκατίζετε | ξεσκατίζετε |
3p | ξεσκατίζουν, ξεσκατίζουνε | ξεσκάτιζαν, ξεσκατίζαν, ξεσκατίζανε | θα ξεσκατίζουν, ξεσκατίζουνε | να ξεσκατίζουν, ξεσκατίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ξεσκατίσω | ξεσκάτισα | θα ξεσκατίσω | να ξεσκατίσω | |
2s | ξεσκατίσεις | ξεσκάτισες | θα ξεσκατίσεις | να ξεσκατίσεις | ξεσκάτισε |
3s | ξεσκατίσει | ξεσκάτισε | θα ξεσκατίσει | να ξεσκατίσει | |
1p | ξεσκατίσουμε, ξεσκατίσομε | ξεσκατίσαμε | θα ξεσκατίσουμε, ξεσκατίσομε | να ξεσκατίσουμε, ξεσκατίσομε | |
2p | ξεσκατίσετε | ξεσκατίσατε | θα ξεσκατίσετε | να ξεσκατίσετε | ξεσκατίστε |
3p | ξεσκατίσουν, ξεσκατίσουνε | ξεσκάτισαν, ξεσκατίσαν, ξεσκατίσανε | θα ξεσκατίσουν, ξεσκατίσουνε | να ξεσκατίσουν, ξεσκατίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ξεσκατίσει | είχα ξεσκατίσει | θα έχω ξεσκατίσει | να έχω ξεσκατίσει | |
2s | έχεις ξεσκατίσει | είχες ξεσκατίσει | θα έχεις ξεσκατίσει | να έχεις ξεσκατίσει | έχε ξεσκατισμένο |
3s | έχει ξεσκατίσει | είχε ξεσκατίσει | θα έχει ξεσκατίσει | να έχει ξεσκατίσει | |
1p | έχουμε ξεσκατίσει | είχαμε ξεσκατίσει | θα έχουμε ξεσκατίσει | να έχουμε ξεσκατίσει | |
2p | έχετε ξεσκατίσει | είχατε ξεσκατίσει | θα έχετε ξεσκατίσει | να έχετε ξεσκατίσει | έχετε ξεσκατισμένο |
3p | έχουν ξεσκατίσει | είχαν ξεσκατίσει | θα έχουν ξεσκατίσει | να έχουν ξεσκατίσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξεσκατισμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξεσκατισμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξεσκατισμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξεσκατισμένο | ||||
Participle: | ξεσκατίζοντας | Non-finite ‡ | ξεσκατίσει | 35, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Derived terms
- ξεσκάτισμα n (xeskátisma, “cleaning, wiping of a bottom”)