Definify.com
Definition 2024
ξεσκατίζομαι
ξεσκατίζομαι
Greek
Verb
ξεσκατίζομαι • (xeskatízomai) (simple past ξεσκατίστηκα, active form ξεσκατίζω, passive)
- (transitive, colloquial, vulgar) passive of ξεσκατίζω (xeskatízo)
Conjugation
ξεσκατίζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | ξεσκατίζομαι | θα ξεσκατίζομαι | ξεσκατιζόμουν, ξεσκατιζόμουνα |
2nd person | ξεσκατίζεσαι | θα ξεσκατίζεσαι | ξεσκατιζόσουν, ξεσκατιζόσουνα | |
3rd person | ξεσκατίζεται | θα ξεσκατίζεται | ξεσκατιζόταν, ξεσκατιζότανε | |
1st person | pl | ξεσκατιζόμαστε | θα ξεσκατιζόμαστε | ξεσκατιζόμασταν, ξεσκατιζόμαστε2 |
2nd person | ξεσκατίζεστε, ξεσκατιζόσαστε1 | θα ξεσκατίζεστε, ξεσκατιζόσαστε1 | ξεσκατιζόσασταν, ξεσκατιζόσαστε2 | |
3rd person | ξεσκατίζονται | θα ξεσκατίζονται | ξεσκατίζονταν, ξεσκατιζόντανε, ξεσκατιζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | ξεσκατιστώ | θα ξεσκατιστώ | ξεσκατίστηκα |
2nd person | ξεσκατιστείς | θα ξεσκατιστείς | ξεσκατίστηκες | |
3rd person | ξεσκατιστεί | θα ξεσκατιστεί | ξεσκατίστηκε | |
1st person | pl | ξεσκατιστούμε | θα ξεσκατιστούμε | ξεσκατιστήκαμε |
2nd person | ξεσκατιστείτε | θα ξεσκατιστείτε | ξεσκατιστήκατε | |
3rd person | ξεσκατιστούν, ξεσκατιστούνε | θα ξεσκατιστούν, θα ξεσκατιστούνε | ξεσκατίστηκαν, ξεσκατιστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | ξεσκατίσου | |
2nd person | pl | —3 | ξεσκατιστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω ξεσκατιστεί, έχεις ξεσκατιστεί έχει ξεσκατιστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω ξεσκατιστεί, θα έχεις ξεσκατιστεί, θα έχει ξεσκατιστεί, … | |||
Past perfect | είχα ξεσκατιστεί, είχες ξεσκατιστεί, είχε ξεσκατιστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||