Definify.com
Definition 2024
οικοδομικός
οικοδομικός
Greek
Adjective
οικοδομικός • (oikodomikós) m (feminine οικοδομική, neuter οικοδομικό)
- (construction, architecture) building, construction (relating to buildings, their design or their construction)
Declension
positive forms of οικοδομικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οικοδομικός | οικοδομική | οικοδομικό | οικοδομικοί | οικοδομικές | οικοδομικά |
genitive | οικοδομικού | οικοδομικής | οικοδομικού | οικοδομικών | οικοδομικών | οικοδομικών |
accusative | οικοδομικό | οικοδομική | οικοδομικό | οικοδομικούς | οικοδομικές | οικοδομικά |
vocative | οικοδομικέ | οικοδομική | οικοδομικό | οικοδομικοί | οικοδομικές | οικοδομικά |
Derived terms
- οικοδομικό τετράγωνο n (oikodomikó tetrágono, “city block”)