Definify.com
Definition 2024
οικονομία
οικονομία
See also: οἰκονομία
Greek
Noun
οικονομία • (oikonomía) f (plural οικονομίες)
Declension
declension of οικονομία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οικονομία | οικονομίες |
genitive | οικονομίας | οικονομιών |
accusative | οικονομία | οικονομίες |
vocative | οικονομία | οικονομίες |
Synonyms
- οικονομικά n pl (oikonomiká)
Derived terms
- οικιακή οικονομία f (oikiakí oikonomía, “home economics”)
- παραοικονομία f (paraoikonomía, “black economy, underground economy”)
Usage notes
- (thrift): Not to be confused with λιτότητα.