Definify.com
Definition 2024
ολιγόκαινος
ολιγόκαινος
Greek
Adjective
ολιγόκαινος • (oligókainos) m (feminine ολιγόκαινη, neuter ολιγόκαινο)
Declension
positive forms of ολιγόκαινος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ολιγόκαινος | ολιγόκαινος / ολιγόκαινη | ολιγόκαινο | ολιγόκαινοι | ολιγόκαινοι / ολιγόκαινες | ολιγόκαινα |
genitive | ολιγόκαινου | ολιγόκαινου / ολιγόκαινης | ολιγόκαινου | ολιγόκαινων | ολιγόκαινων | ολιγόκαινων |
accusative | ολιγόκαινο | ολιγόκαινο / ολιγόκαινη | ολιγόκαινο | ολιγόκαινους | ολιγόκαινους / ολιγόκαινες | ολιγόκαινα |
vocative | ολιγόκαινε | ολιγόκαινε / ολιγόκαινη | ολιγόκαινο | ολιγόκαινοι | ολιγόκαινοι / ολιγόκαινες | ολιγόκαινα |
Related terms
- Ολιγόκαινο n (Oligókaino, “(the) Oligocene”)