Definify.com
Definition 2024
ολόκαινος
ολόκαινος
Greek
Adjective
ολόκαινος • (olókainos) m (feminine ολόκαινος or ολόκαινη, neuter ολόκαινο)
Declension
positive forms of ολόκαινος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ολόκαινος | ολόκαινος / ολόκαινη | ολόκαινο | ολόκαινοι | ολόκαινοι / ολόκαινες | ολόκαινα |
genitive | ολόκαινου | ολόκαινου / ολόκαινης | ολόκαινου | ολόκαινων | ολόκαινων | ολόκαινων |
accusative | ολόκαινο | ολόκαινο / ολόκαινη | ολόκαινο | ολόκαινους | ολόκαινους / ολόκαινες | ολόκαινα |
vocative | ολόκαινε | ολόκαινε / ολόκαινη | ολόκαινο | ολόκαινοι | ολόκαινοι / ολόκαινες | ολόκαινα |
Related terms
- Ολόκαινο n (Olókaino, “(the) Holocene”)
See also
- Appendix:Geologic timescale (Greek)
External links
- Ολόκαινος εποχή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el