Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Ομήρου
Ομήρου
See also:
ομήρου
and
Όμηρου
Greek
Alternative forms
Όμηρου
m
(
Ómirou
)
Proper noun
Ομήρου
•
(
Omírou
)
m
Genitive
singular
form of
Όμηρος
(
Ómiros
)
.
ομήρου
ομήρου
See also:
Όμηρου
and
Ομήρου
Greek
Noun
ομήρου
•
(
omírou
)
c
Genitive
singular
form of
όμηρος
(
ómiros
)
.
Similar Results