Definify.com
Definition 2024
ομπρέλα
ομπρέλα
Greek
Noun
ομπρέλα • (ompréla) f (plural ομπρέλες)
Declension
declension of ομπρέλα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ομπρέλα | ομπρέλες |
genitive | ομπρέλας | ομπρελών |
accusative | ομπρέλα | ομπρέλες |
vocative | ομπρέλα | ομπρέλες |
Synonyms
- (rain) αλεξιβρόχιο n (alexivróchio)
- (sun) αλεξήλιο n (alexílio)