Definify.com
Definition 2024
αλεξιβρόχιο
αλεξιβρόχιο
Greek
Noun
αλεξιβρόχιο • (alexivróchio) n (plural αλεξιβρόχια)
- (dated) umbrella
Declension
declension of αλεξιβρόχιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλεξιβρόχιο | αλεξιβρόχια |
genitive | αλεξιβροχίου | αλεξιβροχίων |
accusative | αλεξιβρόχιο | αλεξιβρόχια |
vocative | αλεξιβρόχιο | αλεξιβρόχια |
Synonyms
- ομπρέλα f (ompréla) (modern, usual term)
Related terms
- αλεξήλιο n (alexílio, “'sun' umbrella”)