Definify.com
Definition 2024
βροχή
βροχή
Greek
Noun
βροχή • (vrochí) f (plural βροχές)
- rain, shower
- Το χώμα ρουφούσε διψασμένο τις πρώτες σταγόνες της φθινοπωρινής βροχής.
- The thirsty earth drank in the first drops of the autumn rain.
- η περίοδος των βροχών (the rains, the rainy season)
- βροχή από πέτρες (a rain of stones)
- βροχή μετεωριτών (meteor shower)
- Το χώμα ρουφούσε διψασμένο τις πρώτες σταγόνες της φθινοπωρινής βροχής.
Declension
declension of βροχή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βροχή | βροχές |
genitive | βροχής | βροχών |
accusative | βροχή | βροχές |
vocative | βροχή | βροχές |