Definify.com
Definition 2024
Ουρανός
Ουρανός
Greek
Proper noun
Ουρανός • (Ouranós) m
Declension
Declension of Ουρανός (Ouranós)
See also
- Ουρανός (πλανήτης) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- Ουρανός (μυθολογία) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- (planets of the Solar System) Ερμής (Ermís), Αφροδίτη (Afrodíti), Γη (Gi), Άρης (Áris), Δίας (Días), Κρόνος (Krónos), Ουρανός (Ouranós), Ποσειδώνας (Poseidónas)
ουρανός
ουρανός
Greek
Noun
ουρανός • (ouranós) m (plural ουρανοί)
Declension
declension of ουρανός
See also
- στερέωμα n (steréoma, “firmament”)
Related terms
- έβδομος ουρανός m (évdomos ouranós, “seventh heaven”)
- ουρανής (ouranís, “sky-blue”, adj)
- ουρανίσκος m (ouranískos, “palate, roof of the mouth”)
- ουράνιος (ouránios, “celestial”)
- ουράνιο τόξο n (ouránio tóxo, “rainbow”)