Definify.com
Definition 2025
ονειρευτός
ονειρευτός
Greek
Adjective
ονειρευτός • (oneireftós) m (feminine ονειρευτή, neuter ονειρευτός)
Declension
 positive forms of ονειρευτός
| number case / gender | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ονειρευτός | ονειρευτή | ονειρευτό | ονειρευτοί | ονειρευτές | ονειρευτά | 
| genitive | ονειρευτού | ονειρευτής | ονειρευτού | ονειρευτών | ονειρευτών | ονειρευτών | 
| accusative | ονειρευτό | ονειρευτή | ονειρευτό | ονειρευτούς | ονειρευτές | ονειρευτά | 
| vocative | ονειρευτέ | ονειρευτή | ονειρευτό | ονειρευτοί | ονειρευτές | ονειρευτά | 
Related terms
- see: όνειρο n (óneiro, “dream”)