Definify.com
Definition 2024
οξειδοαναγωγικός
οξειδοαναγωγικός
Greek
Adjective
οξειδοαναγωγικός • (oxeidoanagogikós) m (feminine οξειδοαναγωγική, neuter οξειδοαναγωγικό)
- (chemistry) redox
- Ήταν μια οξειδοαναγωγική αντίδραση. ― Ítan mia oxeidoanagogikí antídrasi. ― It was a redox reaction.
Declension
positive forms of οξειδοαναγωγικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οξειδοαναγωγικός | οξειδοαναγωγική | οξειδοαναγωγικό | οξειδοαναγωγικοί | οξειδοαναγωγικές | οξειδοαναγωγικά |
genitive | οξειδοαναγωγικού | οξειδοαναγωγικής | οξειδοαναγωγικού | οξειδοαναγωγικών | οξειδοαναγωγικών | οξειδοαναγωγικών |
accusative | οξειδοαναγωγικό | οξειδοαναγωγική | οξειδοαναγωγικό | οξειδοαναγωγικούς | οξειδοαναγωγικές | οξειδοαναγωγικά |
vocative | οξειδοαναγωγικέ | οξειδοαναγωγική | οξειδοαναγωγικό | οξειδοαναγωγικοί | οξειδοαναγωγικές | οξειδοαναγωγικά |
Related terms
- οξειδοαναγωγή f (oxeidoanagogí, “redox”)