Definify.com

Definition 2024


οξειδοαναγωγικός

οξειδοαναγωγικός

Greek

Adjective

οξειδοαναγωγικός (oxeidoanagogikós) m (feminine οξειδοαναγωγική, neuter οξειδοαναγωγικό)

  1. (chemistry) redox
    Ήταν μια οξειδοαναγωγική αντίδραση.Ítan mia oxeidoanagogikí antídrasi. ― It was a redox reaction.

Declension

Related terms