Definify.com

Definition 2024


οπλοποιία

οπλοποιία

Greek

Noun

οπλοποιία (oplopoiía) f (plural οπλοποιίες, masculine οπλοποιός)

  1. gunsmith

Declension

Synonyms

Related terms

  • see: όπλο n (óplo, weapon)