Definify.com
Definition 2024
οπλουργία
οπλουργία
Greek
Noun
οπλουργία • (oplourgía) f (plural οπλουργίες, masculine οπλουργός)
Declension
declension of οπλουργία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οπλουργία | οπλουργίες |
genitive | οπλουργίας | — |
accusative | οπλουργία | οπλουργίες |
vocative | οπλουργία | οπλουργίες |
Synonyms
- οπλοποιία f (oplopoiía, “gunsmith”)
Related terms
όπλο n (óplo, “weapon”)