Definify.com
Definition 2024
οποίος
οποίος
See also: όποιος
Greek
Pronoun
οποίος • (opoíos) m (relative pronoun)
- who, which, that
- το βιβλίο το οποίο έχετε διαβάσει ― to vivlío to opoío échete diavásei ― the book which you have read
- άτομα τα οποία μισούν τη βία ― átoma ta opoía misoún ti vía ― people who hate violence
Related terms
- (compare with) όποιος (ópoios, “whoever, whichever”)
Declension
declension of 'οποίος'