Definify.com
Definition 2025
οργανοληπτικός
οργανοληπτικός
Greek
Adjective
οργανοληπτικός • (organoliptikós) m (feminine οργανοληπτική, neuter οργανοληπτικό)
Declension
positive forms of οργανοληπτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | οργανοληπτικός | οργανοληπτική | οργανοληπτικό | οργανοληπτικοί | οργανοληπτικές | οργανοληπτικά |
| genitive | οργανοληπτικού | οργανοληπτικής | οργανοληπτικού | οργανοληπτικών | οργανοληπτικών | οργανοληπτικών |
| accusative | οργανοληπτικό | οργανοληπτική | οργανοληπτικό | οργανοληπτικούς | οργανοληπτικές | οργανοληπτικά |
| vocative | οργανοληπτικέ | οργανοληπτική | οργανοληπτικό | οργανοληπτικοί | οργανοληπτικές | οργανοληπτικά |