Definify.com
Definition 2024
οργανοληπτικός
οργανοληπτικός
Greek
Adjective
οργανοληπτικός • (organoliptikós) m (feminine οργανοληπτική, neuter οργανοληπτικό)
Declension
positive forms of οργανοληπτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οργανοληπτικός | οργανοληπτική | οργανοληπτικό | οργανοληπτικοί | οργανοληπτικές | οργανοληπτικά |
genitive | οργανοληπτικού | οργανοληπτικής | οργανοληπτικού | οργανοληπτικών | οργανοληπτικών | οργανοληπτικών |
accusative | οργανοληπτικό | οργανοληπτική | οργανοληπτικό | οργανοληπτικούς | οργανοληπτικές | οργανοληπτικά |
vocative | οργανοληπτικέ | οργανοληπτική | οργανοληπτικό | οργανοληπτικοί | οργανοληπτικές | οργανοληπτικά |