Definify.com
Definition 2024
οριζόντιο_δοκάρι
οριζόντιο δοκάρι
Greek
Noun
οριζόντιο δοκάρι • (orizóntio dokári) n (plural οριζόντια δοκάρια)
Declension
- see: οριζόντιος (orizóntios) and δοκάρι (dokári)
οριζόντιο δοκάρι • (orizóntio dokári) n (plural οριζόντια δοκάρια)