Definify.com
Definition 2024
οριζόντιος
οριζόντιος
Greek
Adjective
οριζόντιος • (orizóntios) m (feminine οριζόντια or οριζόντιος, neuter οριζόντιο)
Declension
positive forms of οριζόντιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οριζόντιος | οριζόντια | οριζόντιο | οριζόντιοι | οριζόντιες | οριζόντια |
genitive | οριζόντιου | οριζόντιας | οριζόντιου | οριζόντιων | οριζόντιων | οριζόντιων |
accusative | οριζόντιο | οριζόντια | οριζόντιο | οριζόντιους | οριζόντιες | οριζόντια |
vocative | οριζόντιε | οριζόντια | οριζόντιο | οριζόντιοι | οριζόντιες | οριζόντια |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οριζόντιος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οριζόντιος, etc.) |
Derived terms
- οριζόντιο δοκάρι n (orizóntio dokári, “crossbar”)
Related terms
- οριζόντια (orizóntia, “horizontally”)