Definify.com
Definition 2024
ουγγρικός
ουγγρικός
Greek
Adjective
ουγγρικός • (oungrikós) m (feminine ουγγρική, neuter ουγγρικό)
- Hungarian (relating to Hungary, its people or language)
Declension
positive forms of ουγγρικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ουγγρικός | ουγγρική | ουγγρικό | ουγγρικοί | ουγγρικές | ουγγρικά |
genitive | ουγγρικού | ουγγρικής | ουγγρικού | ουγγρικών | ουγγρικών | ουγγρικών |
accusative | ουγγρικό | ουγγρική | ουγγρικό | ουγγρικούς | ουγγρικές | ουγγρικά |
vocative | ουγγρικέ | ουγγρική | ουγγρικό | ουγγρικοί | ουγγρικές | ουγγρικά |
Related terms
- see: Ουγγαρία f (Oungaría, “Hungary”)