Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ουροδόχοι_κύστες
ουροδόχοι κύστες
Greek
Noun
ουροδόχοι κύστες
•
(
ourodóchoi kýstes
)
f
Plural
form of
ουροδόχος κύστη
(
ourodóchos kýsti
)
.
Similar Results