Definify.com
Definition 2024
ουροδόχος_κύστη
ουροδόχος κύστη
Greek
Noun
ουροδόχος κύστη • (ourodóchos kýsti) f (plural ουροδόχοι κύστες)
External links
- Ουροποιητικό σύστημα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
ουροδόχος κύστη • (ourodóchos kýsti) f (plural ουροδόχοι κύστες)