Definify.com

Definition 2024


ουσία

ουσία

See also: οὐσία

Greek

Noun

ουσία (ousía) f (plural ουσίες)

  1. being
  2. substance
  3. meaning, sense
  4. essence

Declension

Derived terms

  • ανούσιος (anoúsios)
  • αυτούσιος (aftoúsios)
  • επί της ουσίας (epí tis ousías)
  • επιούσιος (epioúsios)
  • κατ' ουσίαν (kat' ousían)
  • στην ουσία (stin ousía)
  • ουσιαστικοποίηση (ousiastikopoíisi)