Definify.com
Definition 2024
ουτοπικός
ουτοπικός
Greek
Adjective
ουτοπικός • (outopikós) m (feminine ουτοπική, neuter ουτοπικό)
Declension
positive forms of ουτοπικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ουτοπικός | ουτοπική | ουτοπικό | ουτοπικοί | ουτοπικές | ουτοπικά |
genitive | ουτοπικού | ουτοπικής | ουτοπικού | ουτοπικών | ουτοπικών | ουτοπικών |
accusative | ουτοπικό | ουτοπική | ουτοπικό | ουτοπικούς | ουτοπικές | ουτοπικά |
vocative | ουτοπικέ | ουτοπική | ουτοπικό | ουτοπικοί | ουτοπικές | ουτοπικά |
Related terms
- ουτοπία f (outopía, “utopia”)
- ουτοπιστής m (outopistís, “utopian”)
- ουτοπίστρια f (outopístria, “utopian”)