Definify.com
Definition 2024
πένθος
πένθος
Greek
Noun
πένθος • (pénthos) n (plural πένθη)
- mourning, grief, bereavement (personal)
- Το πένθος είναι μία μακροχρόνια και συναισθηματικά επώδυνη διαδικασία.
- To pénthos eínai mía makrochrónia kai synaisthimatiká epódyni diadikasía.
- Grief is a long and emotionally painful process.
- Το πένθος είναι μία μακροχρόνια και συναισθηματικά επώδυνη διαδικασία.
- mourning (clothing and other signs of bereavement)
- mourning (period of public respect paying)
Declension
declension of πένθος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πένθος | πένθη |
genitive | πένθους | πενθών |
accusative | πένθος | πένθη |
vocative | πένθος | πένθη |