Definify.com
Definition 2024
πέτρινος
πέτρινος
Greek
Adjective
πέτρινος • (pétrinos) m (feminine πέτρινη, neuter πέτρινο)
- of stone, of rock
- πέτρινη σκάλα (stone staircase)
- (figuratively) stone
- πέτρινη καρδιά (heart of stone)
Declension
positive forms of πέτρινος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πέτρινος | πέτρινη | πέτρινο | πέτρινοι | πέτρινες | πέτρινα |
genitive | πέτρινου | πέτρινης | πέτρινου | πέτρινων | πέτρινων | πέτρινων |
accusative | πέτρινο | πέτρινη | πέτρινο | πέτρινους | πέτρινες | πέτρινα |
vocative | πέτρινε | πέτρινη | πέτρινο | πέτρινοι | πέτρινες | πέτρινα |
Related terms
- see: πέτρα f (pétra, “rock”)