Definify.com

Definition 2024


πέτρινος

πέτρινος

Greek

Adjective

πέτρινος (pétrinos) m (feminine πέτρινη, neuter πέτρινο)

  1. of stone, of rock
    πέτρινη σκάλα (stone staircase)
  2. (figuratively) stone
    πέτρινη καρδιά (heart of stone)

Declension

Related terms