Definify.com
Definition 2024
παγκοσμιοποίηση
παγκοσμιοποίηση
Greek
Noun
παγκοσμιοποίηση • (pankosmiopoíisi) f (uncountable)
- globalisation (UK), globalization (US)
Declension
Declension of παγκοσμιοποίηση (pankosmiopoíisi)
singular | |
---|---|
nominative | παγκοσμιοποίηση |
genitive | παγκοσμιοποίησης / παγκοσμιοποιήσεως |
accusative | παγκοσμιοποίηση |
vocative | παγκοσμιοποίηση |
Related terms
- παγκόσμιος (pankósmios, “global”)
External links
- παγκοσμιοποίηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el